- συριγγοποιός
- σῡριγγο-ποιός, ὁ,A pipe-maker, prob. rest. in Tab.Defix. 55.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συριγγοποιός — ὁ, Α πιθ. κατασκευαστής συρίγγων, πνευστών μουσικών οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος + ποιός*] … Dictionary of Greek